-
1 στάθμη
στάθμη (ἵστημι), ἡ, Richtscheit, Richtschnur der Zimmerleute u. Maurer, bes. um Bauholz nach graden Linien zu behauen, ὥςτε στάϑμη δόρυ νήϊον ἐξιϑύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι, Il. 15, 410, u. öfters ἐπὶ στάϑμην ἴϑυνε, z. B. 5, 245, bei welchen Stellen man sowohl an die Setzwage, eine wagerechte Fläche zu bestimmen, denken kann, als an die mit Kreide od. Röthel bestrichene Schnur. mit der die Zimmerleute eine grade Linie vorzeichnen; Xen. Ages. 10, 2 sagt καλὸν εὕρημα ἀνϑρώποις στάϑμη καὶ κανὼν πρὸς τὰ ἀγαϑὰ ἐργάζεσϑαι; πρὸς στάϑμῃ πέτραν τίϑεσϑαι, Plut. de prof virt. sent. p. 242. – Dah. die grade Linie, grade Richtung. u. sprichwörtl. παρὰ στάϑμην, nach der Schnur, genau, nach strengem Recht, Theogn. 534. 939, wie Soph. frg. 421 τέκτονος παρὰ στάϑμην ἰόντος; vgl. auch Eur. παρ' οἵαν ἤλϑ ομεν στάϑμην βίου, Ion 1514; αὐτὸς κατὰ στάϑμην ἐνόησας, du hast es errathen, Theocr. 25, 94; auch ἐπί, κατά, πρὸς στάϑμην; vgl. πατρῴαν πρὸς στάϑμαν ἐβα, Pind. P. 6, 45; von Gesetzen, Υλλίδος στάϑμας ἐν νόμοις 1, 62, u. στάϑμας περισσᾶς ἑλκόμενος 2, 90, wie wir sagen »einen großen Maaßstab anlegen«, vgl. Dissen zur Stelle; auch die Gränze, das Ziel, οἵαν τινὰ ποτὶ στάϑμαν, N. 6, 7, vgl. Dissen. Aber Aesch. Ag. 1015 ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάϑμην ist = über Gebühr, wider Recht u. Billigkeit. – Λευκὴ στάϑμη, eine nicht bestrichene Schnur, die keinen Strich bezeichnet, dah. τοῖς μὲν λόγοις τοῖς σοῖσιν οὐ τεκμαίρομαι, οὐ μᾶλλον ἢ λευκῷ λίϑῳ λευκὴ στάϑμ η, Soph. frg. 307; u. λευκὴ στ. sprichwörtlich von einem Menschen, der sich für Nichts bestimmt entscheidet, keinen eigenen Willen zeigt, ἀτεχνῶς λευκὴ στάϑμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς, Plat. Charm. 154 b. – Das Senkblei, u. bes. das Blei an der Setzwage, VLL. – Auch der Strick, mit welchem bei den Volksversammlungen der Raum umgränzt u. im Theater die Plätze abgetheilt waren; dah. übh. Abgränzung, Gränze. – Δοράτων στάϑμαι, das untere Ende, D. Sic. 17, 35.
-
2 στάθμη
στάθμη, ἡ, Richtscheit, Richtschnur der Zimmerleute u. Maurer, bes. um Bauholz nach graden Linien zu behauen; ἐπὶ στάϑμην ἴϑυνε, sowohl die Setzwage, eine waagerechte Fläche zu bestimmen, als auch die mit Kreide od. Röthel bestrichene Schnur, mit der die Zimmerleute eine grade Linie vorzeichnen. Dah. die grade Linie, grade Richtung, u. sprichwörtl. παρὰ στάϑμην, nach der Schnur, genau, nach strengem Recht; αὐτὸς κατὰ στάϑμην ἐνόησας, du hast es erraten; von Gesetzen, Υλλίδος στάϑμας ἐν νόμοις, u. στάϑμας περισσᾶς ἑλκόμενος, wie wir sagen 'einen großen Maßstab anlegen'; auch die Grenze, das Ziel; ὠμοί τε δούλοις πάντα καὶ παρὰ στάϑμην ist = über Gebühr, wider Recht u. Billigkeit. Λευκὴ στάϑμη, eine nicht bestrichene Schnur, die keinen Strich bezeichnet; λευκὴ στ. sprichwörtlich von einem Menschen, der sich für nichts bestimmt entscheidet, keinen eigenen Willen zeigt. Das Senkblei, u. bes. das Blei an der Setzwaage. Auch der Strick, mit welchem bei den Volksversammlungen der Raum umgrenzt u. im Theater die Plätze abgeteilt waren; dah. übh. Abgrenzung, Grenze. Δοράτων στάϑμαι, das untere Ende -
3 στάθμη
στάθμ-η, ἡ,A carpenter's line or rule, [full] ξέσσε δ' ἐπισταμένως καὶ ἐπὶ στάθμην ἴθυνεν [δοῦρα] Od.5.245, cf.23.197; [πελέκεας] ἐπὶ σ. ἴθ. 21.121; alsoστάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει Il.15.410
;τόρνου καὶ στάθμης καὶ γνώμονος.. ἰθύτερον Thgn.805
; ἐπὶ σ. θεῖναι μίαν on a level, Arist.PA 657a10: prop. στάθμη was the line rubbed with chalk or red ochre, being distd. from the rule ([etym.] κανών ) by Pl.Phlb. 56c, X.Ages.10.2;κανόσι καὶ στάθμαις Plu.2.807d
, etc.; λευκὴ ς., v. λευκός 11.1a: metaph., ἀτεχνῶς λευκὴ σ. εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς a white measuring-line, i.e. unable to discriminate, Pl.Chrm. 154b, cf. Plu.2.513f.2 παρὰ στάθμην by the rule,εἶμι παρὰ σ. ὀρθὴν ὁδόν Thgn.945
, cf. 543;τέκτονος παρὰ σ. ἰόντος S.Fr. 474
; for A.Ag. 1045 v. παρά c. 11.2; κατὰ στάθμην ἵστασθαι, c. gen., in a straight line with, Democr. ap. Plu.2.929c; κατὰ σ. ἐνόησας you guessed aright, Theoc.25.194;ὡς ἂν ἀπὸ στάθμης D.H.Comp.23
;στάθμῃ Aret.SD2.11
; πρὸς στάθμῃ πέτρον τίθεσθαι, μή τι πρὸς πέτρῳ στάθμην, i.e. when facts are obstinate, do not relax your standard, Com.(?) ap.Plu.2.75f(cf. Bergk PLG3.740); στάθμα πατρῴα perh. the measure [of piety] towards his father, Pi.P.6.45; στάθμας ἑλκόμενοι περισσᾶς perh. straining at an over-exact measure, ib.2.90.3 verification, certification, τὰς σ. τῶν μέτρων ἀπὸ τοῦ βελτίστου ποιεῖσθαι prob. in PTeb.5.88 (ii B.C.).II plummet or plumbline,μολιβαχθής AP6.103
(Phil.); ῥιπτεῖσθαι ἄνω κατὰ στάθμην to be thrown perpendicularly upwards, Arist.Cael. 296b24.III like γραμμή, the line which bounds the racecourse, goal, δραμεῖν ποτὶ στάθμαν, metaph. of man's life, Pi.N.6.7; .IV metaph., law, rule,ὑπὸ στάθμᾳ νέμεσθαι Pi.Fr.1.4
; Υλλίδος στάθμας ἐν νόμοις, i.e. according to laws of Dorian rule, Id.P.1.62.V δοράτων στάθμαι butt-ends, like σαυρωτῆρες, D.S.17.35, cf. PCair.Zen. 782 (a).49 (iii B.C.). -
4 λευκός
A light, bright, clear (opp. μέλας in all senses),αἴγλη Od. 6.45
; λευκὸν (v.l. λαμπρόν).. ἠέλιος ὥς Il.14.185
;λ. φάος S.Aj. 708
(lyr.), cf. infr. 11.3; (anap.); of metallic surfaces,λέβης Il.23.268
; λ. γαλήνη a glassy calm, Od.10.94; of water, clear, limpid, Il.23.282, Od.5.70, A.Supp.23 (anap.);λ. νᾶμα E.HF 573
; -ότατος ποταμῶν Call.Jov.19
.2 metaph., clear, distinct, of the voice, Arist.Top. 106a25, S.E.M.6.41: in literary sense, clear,λ. στίχος AP11.347
(Phil.): prov., λευκὸς Ἑρμῆς, when a rogue was detected, Macar. 5.53. Adv. -κῶς, πάντα φαίνειν, of Hermes, Corn.ND16: [comp] Comp. - ότερον, διαλεχθῆναι Hld.7.20
.II of colour, white, freq. in Hom., varying from the pure white of snow ([ἵπποι] -ότεροι χιόνος Il.10.437
) to the grey of dust (λευκοὶ ἐγένοντο κονισάλῳ 5.503
);γάλα λ. 4.434
;κρῖ 5.196
;ἄλφιτα 18.560
;ἡνία λεύκ' ἐλέφαντι 5.583
;ὀδόντες 10.263
;ὀστέα 16.347
;ἱστία 1.480
;φᾶρος 18.353
, etc.; λ. ἅρμα, = λεύκιππον, E.Ph. 172; of the white horses used by tyrants,λ. ζεῦγος D. 21.158
, cf. λεύκιππος; λ. λίθος marble, OGI219.36 (Sigeum, iii B.C.), etc., cf. λευκόλιθος; λευκῷ<ν>λίθῳ λ. στάθμη a white line on a white stone, prov. of explanations which do not explain, S.Fr. 330; ἡ λ. ῥίζα white root (= ἡ τοῦ δρακοντίου, acc. to Gal.19.118), Hp.Morb.2.48, Nat.Mul.32; freq. of white or grey hair,λ. κάρη Tyrt.10.23
; ;λ. γῆρας Id.Aj. 625
(lyr.);λευκὰ γήρᾳ σώματα E.HF 909
, etc.b of the human skin, white, fair, sts. as a sign of youth and beauty, χρώς, πήχεε, Il.11.573, Od.23.240; λ. παρειά, παρηΐς, S.Ant. 1239, E.Med. 923; σάρξ, δέρη, ib. 1189 (v.l.), IA 875 (troch.); freq. with the notion of bare, κῶλον, πούς, Id.Ba. 665, 863 (lyr.), Ion 221 (lyr.); cf. λευκόπους.c of persons, white-skinned, Pl.R. 474e: hence, weakly, womanish, Ar.Th. 191, Ec. 428, X.HG3.4.19;λευκῶν ἀνδρῶν οὐδὲν ὄφελος Macar.5.55
; cf. λευκόπρωκτος, λευκόχρως.d λευκαὶ φρένες in Pi.P.4.109 is expld. by Hsch. μαινόμεναι, frantic, passionate (cf. λευκῶν πραπίδων· κακῶν φρενῶν, Id.).2 λ. χρυσός, pale gold, i.e. gold alloyed with silver (prob. the same as ἤλεκτρον), opp. ἄπεφθος χρυσός, Hdt.1.50.3 metaph., bright, fortunate, happy,λευκὸν ἦμαρ νυκτὸς ἐκ μελαγχίμου A.Pers. 301
, cf. Ag. 668; a joyful day or holiday, Call.Aet.1.1.2; λ. ἡμέρα a happy day, S.Fr.6, cf. Sch.Call.Iamb.in PSI9.1094.39; variously expld. in Phylarch. 83 J., Plu.Per.27; ἡ λ. ψῆφος the vote of acquittal, Luc.Harm.3, cf. Hsch.
См. также в других словарях:
στάθμη — η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. στάθμα Α 1. λεπτό σχοινί τών ξυλουργών για να σημειώνουν, αφού τό εμποτίσουν σε χρώμα, ευθείες γραμμές σε ξύλα ή σανίδες που πρόκειται να κοπούν ή να πελεκηθούν (α. «ὥστε στάθμη δόρυ νήϊον ἐξιθύνει τέκτονος ἐν παλάμῃσι», Ομ.… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
Αμερική — I (America) Μία από τις πέντε ηπείρους του πλανήτη μας· γεωγραφικά χωρίζεται σε τρία τμήματα, τη Βόρεια Α., την Κεντρική Α. (μαζί με τα νησιά της Καραϊβικής θάλασσας) και τη Νότια ή Λατινική Α. Πολιτικά, τα τελευταία χρόνια έχει επικρατήσει η… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Καμπότζη — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Καμπότζης Έκταση: 181.040 τ. χλμ. Πληθυσμός: 12.775.324 (2002) Πρωτεύουσα: Πνομ Πενχ (999.804 κάτ. το 1998)Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας, στη χερσόνησο της Ινδοκίνας. Συνορεύει στα Δ και στα ΒΔ με την Ταϊλάνδη,… … Dictionary of Greek
Ασία — I Mία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται ολόκληρη σχεδόν στο βόρειο ημισφαίριο, και από γεωμορφολογική άποψη αποτελεί με την Ευρώπη αδιαχώριστη ενότητα, στην οποία δίνεται η ονομασία Ευρασία. H Α. είναι η μεγαλύτερη από όλες τις ηπείρους. Καλύπτει … Dictionary of Greek